- βαλμός
- ο (Μ βαλμός) [βάλλω]η τοποθέτηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βαλμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλμοῖς — βαλμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βάλλω — (AM βάλλω) 1. ρίχνω, εκσφενδονίζω («ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω») 2. βάλλομαι δέχομαι βολές, εχθρικά πυρά 3. τοποθετώ, βάζω 4. φρ. «βάλλω φωνή(ν)» φωνάζω, κραυγάζω αρχ. μσν. «βάλλω είς voῡv», «...κατά νοῡν», «...εἰς λογισμόν» βάζω στον… … Dictionary of Greek